-
1 θανατήφορος
θᾰνᾰτήφορ-ος, ον,A death-bringing, (lyr.); περίοδος θ. cycle of mortality, Pl.R. 617d; of hurts or accidents, Hp.Art.48; of a surgical operation, Antyll. ap. Orib.45.17.6; ῥίζα ἐν Αἰθιοπία, of arrow-poison, Acokanthera Schimperi, Thphr.HP9.15.2; ; γένεθλα.. θ. κεῖται causing death by contagion, S.OT 181 (lyr.); πᾶσαι μεταβολαὶ πολιτειῶν θ. X.HG2.3.32; ; δίκαι capital trials, Not.Arch.4.19 (Cyrene, Aug.);ἐπιστολή Hdn.4.12.8
;περιστάσεις Vett.Val.225.7
. Adv.-ρως, νοσεῖν Phld.Rh.2.148S.
: neut. sg. as Adv.,ἐπλήγη οὐχὶ -φόρον Aen.Tact.27.9
; but - φόρον ᾄδειν to sing a death song, AP11.186 (Nicarch.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θανατήφορος
См. также в других словарях:
χαμιτο-σημιτικές γλώσσες — Η γλωσσική αυτή οικογένεια περιλαμβάνει 4 γλωσσικές ομάδες: τη σημιτική, την αιγυπτιακή, τη λιβυκο βερβερική και την κουχιτική. Από τις ομάδες αυτές οι 3 τελευταίες δηλώνονται συνήθως με την κοινή ονομασία χαμιτικές γλώσσες. Αν και, αντίθετα από… … Dictionary of Greek